ενεργοποιώ

ενεργοποιώ
ενεργοποίησα, ενεργοποιήθηκα, ενεργοποιημένος, μτβ., κάνω ενεργοποίηση (βλ. λ.): Οι καταθέσεις του Ταμιευτηρίου ενεργοποιούνται.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ενεργοποιώ — ενεργοποιώ, ενεργοποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ενεργοποιώ — 1. καθιστώ κάτι ενεργό, βγάζω κάτι από την κατάσταση τής αδράνειας ή τής ηρεμίας, δραστηριοποιώ 2. μτφ. κινητοποιώ …   Dictionary of Greek

  • αναβιώνω — (Α ἀναβιῶ, όω) επανέρχομαι στη ζωή, ξαναζώ, ξαναγεννιέμαι νεοελλ. επαναφέρω κάτι στη ζωή, ξαναζωντανεύω, αναζωπυρώνω, επαναδραστηριοποιώ, ενεργοποιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνὰ + βιῶ. ΠΑΡ. ἀναβίωσις ( η) μσν. ἀναβίωμα] …   Dictionary of Greek

  • κίνηση — Ως κ. ορίζεται η μεταβολή της θέσης ενός σώματος σχετικά με άλλα σώματα (θεωρούμενα ακίνητα), τα οποία ορίζονται ως σύστηματα αναφοράς. Σύμφωνα με την κλασική μηχανική, η κ. ενός σώματος ορίζεται πλήρως όταν είναι γνωστές η θέση, η ταχύτητα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”